μπινελίκια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

μπινελίκια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπινελίκια ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. (συνήθως στον πληθυντικό) βρισιές, επιπλήξεις, κατηγορίες
  2. (μεταφορικά) ποικιλία εδεσμάτων, μεζέδων ή λιχουδιών