μπισμπίκης

Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από μπισμπίκος)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπισμπίκης οι μπισμπίκηδες
      γενική του μπισμπίκη των μπισμπίκηδων
    αιτιατική τον μπισμπίκη τους μπισμπίκηδες
     κλητική μπισμπίκη μπισμπίκηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπισμπίκης < (άμεσο δάνειο) τουρκική beşbıyık (μούσμουλο) ή ηχομιμητική λέξη (μπιζ μπιζ)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bizˈbi.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπι‐σμπί‐κης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπισμπίκης αρσενικό

  1. (υβριστικό) ο σπυριάρης, ο γεμάτος μπιμπίκια
  2. (υβριστικό γενικότερα) για άτομο που υποτιμούμε ή προσβάλουμε

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]