μπιστεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπιστεμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
[επεξεργασία]μπιστεμένος, -η, -ο
- που τον εμπιστεύεται κάποιος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπιστεμένος
|