μπιστόλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπιστόλι | τα | μπιστόλια |
γενική | του | μπιστολιού | των | μπιστολιών |
αιτιατική | το | μπιστόλι | τα | μπιστόλια |
κλητική | μπιστόλι | μπιστόλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπιστόλι < μετατροπή από "π" σε "μπ" του πιστόλι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπιστόλι ουδέτερο
- άλλη μορφή του πιστόλι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπιστόλι
→ δείτε τη λέξη πιστόλι |