μπλιτζ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπλιτζ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Blitz (αστραπή)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπλιτζ ουδέτερο άκλιτο

  1. (σκάκι) είδος παιχνιδιών στο οποίο κάθε παίκτης έχει 5 λεπτά χρόνο στη διάθεσή του
  2. (σκάκι) κάθε παιχνίδι στο οποίο ο παίκτης έχει περιορισμένο και μικρό χρόνο σκέψης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]