μπλοκάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπλοκάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική bloccare < γαλλική bloquer < bloc (μπλοκ)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bloˈka.ɾo/

μπλοκάρω (παθητική φωνή: μπλοκάρομαι)

  1. φράζω ή αποκλείω κάποιο χώρο, για να μην ξεφύγει κάποιος ή κάτι
  2. διακόπτω μια διαδικασία ή την εμποδίζω
  3. σταματώ, ακινητοποιώ
  4. (μεταφορικά) αλλάζω με έντονο τρόπο τη συναισθηματική κατάσταση κάποιου, κάνοντάς τον να νιώσει μπερδεμένα ή ανάμεικτα συναισθήματα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]