μπονσάι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ένας σφένδαμνος μπονσάι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπονσάι < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 盆栽 < (bon, γλάστρα) + (sai, νάνος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπονσάι και μπονζάι ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]