μπουγελώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπουγελώνω < μπουγέλ(ο) + -ώνω

μπουγελώνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]