μπουζού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπουζού: Έχει προταθεί[1] < γενοβέζικο borsu / ιταλικά borsa (πουγκί, δερμάτινο σακούλι) < λατινικά bursa/byrsa (δέρμα) < αρχαία ελληνική βύρσα (δέρμα· πβ. βυρσοδεψία) (αντιδάνειο). Έχει προταθεί επίσης: < μεσαιωνική ελληνική μπουζουνάρα < *μπουζουνάρι < *υποζωνάριον· πβ. αρωμουνικά buzunar (τσέπη).
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπουζού θηλυκό
- (οικείο, λαϊκότροπο) η φυλακή
- (παρωχημένο) (μεγάλη) τσέπη
- (παρωχημένο) κρυψώνα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μπουζουριάζω
- μεσαιωνική ελληνική: μπουζουνάρα (μεγάλη τσέπη)