μπουλούμπασης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπουλούμπασης οι μπουλουμπασήδες
      γενική του μπουλούμπαση των μπουλουμπασήδων
    αιτιατική τον μπουλούμπαση τους μπουλουμπασήδες
     κλητική μπουλούμπαση μπουλουμπασήδες
Και ιδιωματικός πληθυντικός μπουλουμπασιάδες.
Κατηγορία όπως «μπουλούκμπασης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπουλούμπασης < μπουλούκμπασης < τουρκική bölükbaşı

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπουλούμπασης αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]