μπουρμπουρέλια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπουρμπουρέλια < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπουρμπουρέλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα) πολυσπόρια (μείγμα από δημητριακά και όσπρια, φτιάχνεται παραδοσιακά την 21η Νοεμβρίου)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

(κεφαλονίτικο ιδίωμα)