μπουρούνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- μπουρούνι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπουρούνι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) ακρωτήριο
- (ιδιωματικό) ύψωμα με ωραία θέα
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- μπουρούνι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπουρούνι ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014, σελ.208.