μπουτού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπουτού < μπούτ(ια) + -ού, όρος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπουτού θηλυκό
- (νεολογισμός, ανεπίσημο, μειωτικό) γυναίκα με χοντρά μπούτια, υποτιμητικός χαρακτηρισμός
- ※ Μπορεί να μη βγάλαμε μπουτούδες να χορέψουν στο Σύνταγμα, αλλά (πώς να το κάνουμε...) βαρέσαμε "πολιτικές καμπάνες" όταν στο προσκλητήριο για το market pass... (το είπαν έτσι για να μη χτυπάει... το κουπόνια) ο λαός ανταποκρίθηκε με 10 αιτήσεις ανά δευτερόλεπτο!!! (Το 85% των Ελλήνων θα πάρει κουπόνια 20-30 ευρώ για να ζήσει..., capital.gr, 24/02/2023, [1])
- ※ Στρατός από μπουτούδες με smartphones και δημιουργική …. κυτταρίτιδα έχει κατακλύσει από τας πρωινάς ώρας τα παραλιακά café με στόχο την απώθηση και των τελευταίων ορδών των ανεπιθύμητων επισκεπτών. (Οι μπουτούδες, ....οι νάρκες και …. το Σύνταγμα, koinignomi.gr, 6/7/2018 [2])
- ※ Τι ανέφερε η πρωτότυπη ανάρτηση; Το εξής: «Ενός λεπτού σιγή για ν' ακουστεί το σμουτς από τα φρεσκοφουσκωμένα χειλάκια της Ρένας στις μπουτούδες κάθε φύλου που χόρεψαν στο Σύνταγμα για την ελπίδα που θα έφερνε η κουλτούρα της πρώτης φοράς αριστερά!» (Πολιτική κόντρα από τo retweet του Άδωνη για τη Δούρου, Εφημερίδα των Συντακτών, 05/06/2018 [3])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπουτού
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αλεπού' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ού (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)