μπριάμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπριάμ < (άμεσο δάνειο) τουρκική biryan < περσική بریان (beryân, ψητός, μαγειρεμένος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπριάμ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]