μπόγκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπόγκος < αγγλική bongos, πληθυντικός του bongo (en)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈboŋ.ɡos/
ένα ζευγάρι από μπόγκος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπόγκος ουδέτερο άκλιτο (υπονοείται πληθυντικός: τα μπόνγκος)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]