μυθολογικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μυθολογικώς < μυθολογικός + -ώς
Επίρρημα
[επεξεργασία]μυθολογικώς
- (λόγιο) με μυθολογικό τρόπο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μυθολογικώς
|