μυθολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μυθολογώ < αρχαία ελληνική μυθολογέω / μυθολογῶ

μυθολογώ (παθητική φωνή: μυθολογούμαι)

  1. διηγούμαι μύθους
  2. έχω ως επαγγελματική ενασχόληση τη μυθολογία

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]