μυξωμάτωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μύξωμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυξωμάτωση οι μυξωματώσεις
      γενική της μυξωμάτωσης* των μυξωματώσεων
    αιτιατική τη μυξωμάτωση τις μυξωματώσεις
     κλητική μυξωμάτωση μυξωματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μυξωματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μυξωμάτωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική myxomatosis < myxoma < αρχαία ελληνική μύξα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μυξωμάτωση θηλυκό

  1. (ιατρική, κτηνιατρική) συνήθως θανατηφόρα ιογενής νόσος των κουνελιών, που προκαλεί όγκους στο δέρμα
  2. (ιατρική) κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη πολλών μυξωμάτων

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Myxomatosis στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]