μυοπάρων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μυοπάρων < αρχαία ελληνική μυοπάρων
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μυοπάρων αρσενικό
- (παρωχημένο) επίσημη ονομασία της βρικογολέτας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- μυοπάρων στη Βικιπαίδεια
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μυοπάρων < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μυοπάρων αρσενικό
- είδος δικάταρτου ευκίνητου πλοίου, κυρίως πειρατικού