μυούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]παθητική Μετοχή του μυώ
[επεξεργασία]- άτομο κατά την διαδικασία, χρονική περίοδο της μύησης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- αγγλικά : μυούμενος ή φρεσκομυημένος: initiate (en), under induction (en), under blooding (en)