μυριόφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μυριόφωνος < μύριοι + -φωνος (< φωνή) αρχαία ελληνική μυριόφωνος -ος, -ον
Επίθετο
[επεξεργασία]μυριόφωνος, -η, -ο
- αυτός που εκβάλει μύριες φωνές
- ο πολύφωνος, ο πολύγλωσσος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μυριόφωνος
|