μυρμήγκιασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μυρμήγκιασμα τα μυρμηγκιάσματα
      γενική του μυρμηγκιάσματος των μυρμηγκιασμάτων
    αιτιατική το μυρμήγκιασμα τα μυρμηγκιάσματα
     κλητική μυρμήγκιασμα μυρμηγκιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μυρμήγκιασμα < μυρμηγκιάζω + -μα < μυρμήγκι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /miɾˈmiŋ.ɟa.zma/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μυρμήγκιασμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]