μυροβόλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mi.ɾoˈvo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐ρο‐βό‐λος
Επίθετο
[επεξεργασία]μυροβόλος αρσενικό ή θηλυκό, μυροβόλο ουδέτερο
- γεμάτος ευωδίες
- ※ Καὶ πᾶσα αὖρα μυροβόλος / Μοὶ λέγει ὡς φωνὴ κρυφία, / Καὶ διὰ σὲ δὲν εἶναι ὅλως / Ἀδύνατος ἡ εὐτυχία! (Ιωάννης Καρασούτσας, Η επάνοδος του έαρος, από τη συλλογή Η Βάρβιτος, 1860)