μυροβόλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μυροβόλος < μύρον + -βόλος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mi.ɾoˈvo.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυ‐ρο‐βό‐λος

Επίθετο

[επεξεργασία]

μυροβόλος αρσενικό ή θηλυκό, μυροβόλο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]