μυστικιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μυστικιστικός < μυστικιστής + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]μυστικιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον μυστικισμό ή τον μυστικιστή ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μυστικισμός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μυστικιστικός
|