μωρουδιακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μωρουδιακά < μωρό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μωρουδιακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα ρούχα ή, γενικά, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για το ντύσιμο του μωρού
- μωρουδίστικη διάλεκτος ή ήχοι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μωρουδιακά
|