μωρουδιακά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μωρουδιακά < μωρό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μωρουδιακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα ρούχα ή, γενικά, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για το ντύσιμο του μωρού
  2. μωρουδίστικη διάλεκτος ή ήχοι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]