μόθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μόθος οἱ μόθοι
      γενική τοῦ μόθου τῶν μόθων
      δοτική τῷ μόθ τοῖς μόθοις
    αιτιατική τὸν μόθον τοὺς μόθους
     κλητική ! μόθε μόθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μόθω
γεν-δοτ τοῖν  μόθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μόθος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μόθος, -ου αρσενικό

  1. ο πάταγος της μάχης
  2. ο θόρυβος του καλπασμού

Συγγενικά

[επεξεργασία]