μόνορχις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μόνορχις < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική monorchid < αρχαία ελληνική μόνος + ὄρχις
Επίθετο
[επεξεργασία]μόνορχις (γενική ενικού: μονόρχεως, αιτιατική ενικού: μόνορχι(ν), ονομαστική πληθυντικού: μονόρχεις, γενική πληθυντικού: μονόρχεων)
- που έχει έναν λειτουργικό όρχι
- που έχει έναν πλήρως σχηματισμένο όρχι
- ο μοναδικός όρχις του μονόρχεως
- (χυδαίο) ο μονάρχης από αντιμοναρχικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις μονορχιδία, μονός και όρχις
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μόνορχις
|