μύδιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μύδιον | τὰ | μύδιᾰ |
γενική | τοῦ | μυδίου | τῶν | μυδίων |
δοτική | τῷ | μυδίῳ | τοῖς | μυδίοις |
αιτιατική | τὸ | μύδιον | τὰ | μύδιᾰ |
κλητική ὦ! | μύδιον | μύδιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυδίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μυδίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μύδιον: υποκοριστικό του (αρχαία ελληνική) μῦς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μύδιον ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) μικρό πλοίο
- (ιατρική) χειρουργική λαβίδα
- (ιατρική) εμβρυουλκός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)