μύραινα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μύραινα | οι | μύραινες |
γενική | της | μύραινας | των | μυραινών |
αιτιατική | τη | μύραινα | τις | μύραινες |
κλητική | μύραινα | μύραινες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μύραινα < αρχαία ελληνική μύραινα < μῦρος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈmi.re.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μύ‐ραι‐να
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μύραινα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μύραινα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψάρια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)