μύσις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μύσις < αρχαία ελληνική μύω
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μύσις θηλυκό
- το κλείσιμο ή η σύσφιξη των βλεφάρων ή των χειλιών
- (ιατρική) η παροδική συστολή ή η μόνιμη στένωση της κόρης του ματιού, ως αποτέλεσμα της αντανάκλασης του φωτός ή της λήψης φαρμάκων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μύσις
|