ναρκωτισμό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ναρκωτισμό
- ναρκωτισμός, στην αιτιατική του ενικού
ναρκωτισμό, ουδέτερο του ναρκωτισμός
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού