ναστόδερμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /naˈsto.ðeɾ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : να‐στό‐δερ‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ναστόδερμα ουδέτερο
- παλαιά τεχνική για την κατασκευή πελμάτων υποδημάτων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ναστόδερμα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ναστόδερμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)