νατράσβεστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νατράσβεστος | ||
γενική | του | νατράσβεστου | ||
αιτιατική | τον | νατράσβεστο | ||
κλητική | νατράσβεστε | |||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νατράσβεστος αρσενικό
- (χημεία) κοκκώδης μάζα (γκρίζα ή λευκή), που προκύπτει από τη σύνθεση υδροξειδίου του ασβεστίου, υδροξειδίου του νατρίου και υδροξειδίου του καλίου σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασία
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νατράσβεστος