νατράσβεστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο νατράσβεστος
      γενική του νατράσβεστου
    αιτιατική τον νατράσβεστο
     κλητική νατράσβεστε
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νατράσβεστος < νάτριο + άσβεστος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νατράσβεστος αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]