ναυαγώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ναυαγώ < αρχαία ελληνική ναυαγέω-ῶ < ναυαγός
Ρήμα
[επεξεργασία]ναυαγώ
- (για πλοίο) βυθίζομαι ή εξοκέλλω λόγω σύγκρουσης, πρόσκρουσης, κακοκαιρίας, ναυμαχίας ή άλλου γεγονότος
- είμαι επιβάτης ή του μέλος πληρώματος πλοίου που βυθίστηκε ή εξόκειλε
- (μεταφορικά) οδηγούμαι σε αποτυχία
- πάλι ναυάγησαν οι συνομιλίες για το Κυπριακό