ναυλοχώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ναυλοχώ < αρχαία ελληνική ναυλοχῶ < ναῦς (πλοίο) + λόχος (ενέδρα)
Ρήμα
[επεξεργασία]ναυλοχώ
- αγκυροβολώ αλλά και καραδοκώ για να παρασύρω σε θαλάσσια ενέδρα