ναύλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ναύλωση | οι | ναυλώσεις |
γενική | της | ναύλωσης* | των | ναυλώσεων |
αιτιατική | τη | ναύλωση | τις | ναυλώσεις |
κλητική | ναύλωση | ναυλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ναυλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ναύλωση < (ελληνιστική κοινή) ναύλωσις < ναυλόω / ναυλῶ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ναύλωση θηλυκό
- η ενέργεια του ναυλώνω
- (ναυτικός όρος) μίσθωση πλοίου
- η ναύλωση πλοίων διέπεται από εθνικούς και διεθνείς κανονισμούς και πρακτικές
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ναύλωση
|