νεοαφιχθείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νεοαφιχθείς < νεο- + αφιχθείς, μετοχή αορίστου του ἀφικνοῦμαι (φτάνω σε έναν τόπο)
Επίθετο
[επεξεργασία]νεοαφιχθείς -είσα -έν
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νεοαφιχθείς
|