νεοβιταλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νεοβιταλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική neovitalism < αρχαία ελληνική νέος + λατινική vitalis < vita
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νεοβιταλισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) οποιαδήποτε αναβίωση του βιταλισμού, ιδιαίτερα αυτή του Johannes Reinke (1849–1931)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νεοβιταλισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)