νεομαρξισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεομαρξισμός οι νεομαρξισμοί
      γενική του νεομαρξισμού των νεομαρξισμών
    αιτιατική τον νεομαρξισμό τους νεομαρξισμούς
     κλητική νεομαρξισμέ νεομαρξισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεομαρξισμός < (λόγιο δάνειο) αγγλική neo-Marxism (< νεο- + μαρξισμός) < γερμανική Neomarxismus• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νεομαρξισμός αρσενικό

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Bλ. Μαξ Βέμπερ (1864–1920) στη Βικιπαίδεια .