νεράγγουρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεράγγουρο ουδέτερο
- το αγγούρι (με πολλά υγρά)
Παροιμίες[επεξεργασία]
- η γριά το μεσοχείμωνο νεράγγουρο γυρεύει: δηλώνει άκαιρη επιθυμία
- ≈ συνώνυμα: η γριά το μεσοχείμωνο πεπόνι ορέχτηκε
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεράγγουρο
|