νεροβάρελο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεροβάρελο τα νεροβάρελα
      γενική του νεροβάρελου των νεροβάρελων
    αιτιατική το νεροβάρελο τα νεροβάρελα
     κλητική νεροβάρελο νεροβάρελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεροβάρελο < νερο- + βαρέλ(ι) + -ο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ne.ɾoˈva.ɾe.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ρο‐βά‐ρε‐λο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νεροβάρελο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]