νερολούλουδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νερολούλουδο < νερο- + λουλούδ(ι) - -ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νερολούλουδο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νερολούλουδο
|