νευρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νευρά < αρχαία ελληνική νευρά (ιων. νευρή)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νευρά θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νευρά
|
νευρά θηλυκό
|