νευρικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νευρικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νευρικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε νευρικ(ός) + -ώς
Επίρρημα
[επεξεργασία]νευρικώς
- (παρωχημένο) με νευρικό τρόπο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νευρικώς
|
Πηγές
[επεξεργασία]- νευρικός (& νευρικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)