νεφίδιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεφίδιον < νέφ(ος) + -ίδιον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νεφίδιον ουδέτερο