νεφελοβάμων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νεφελοβάμων < νεφέλη + -ο- + -βάμων (< αρχαία ελληνική βαίνω) (πβ. (ελληνιστική κοινή) αἰθεροβάμων)
Επίθετο
[επεξεργασία]νεφελοβάμων
- (λόγιο) ο αιθεροβάμων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νεφελοβάμων
|