νεφομετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νεφομετρικός < νεφομετρία + -ικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νεφομετρικός, -ή, -ό
- (μετεωρολογία) που έχει σχέση με τη νεφομετρία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νεφομετρικός
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: νεφομετρία
- νεφομετρικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)