νεωτερικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νεωτερικός < (ελληνιστική κοινή) νεωτερικός < νέος
Επίθετο
[επεξεργασία]νεωτερικός, -ή, -ό
- που έχει νέες απόψεις και αντιλήψεις, δέχεται και εφαρμόζει νέες μεθόδους και πρακτικές
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- νεωτερικά
- νεωτερικότητα
- προνεωτερικά
- προνεωτερικός
- προνεωτερικότητα
- μετανεωτερικά
- μετανεωτερικός
- μετανεωτερικότητα
- → δείτε τη λέξη νέος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νεωτερικός
|