νεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νεύω < αρχαία ελληνική νεύω
Ρήμα
[επεξεργασία]νεύω
- κλίνω το κεφάλι
- συνεννοούμαι με μικρές κινήσεις του κεφαλιού, των ματιών ή των χεριών