νιάουρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νιάουρο < νιαούρισμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νιάουρο ουδέτερο
- το νιαούρισμα
- ἀκατάγραφτο τὸ νιάουρο ἑνὸς γάτου (Ηλίας Λάγιος, Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, 2005)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νιάουρο
|